πηγανόεις

πηγανόεις
πηγαν-όεις, εσσα, εν,
A of rue,

ὄραμνοι Nic.Al.154

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηγανόεις — εσσα, εν, Α φρ. «πηγανόεντες ὄραμνοι» κλαδιά, βλαστάρια από πήγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • πηγανόεντας — πηγανόεις of rue masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”